χαρακίας

χαρακίας
χᾰρᾰκ-ίας, ου, ὁ ([etym.] χάραξ)
A of or fit for a stake, pale, or palisade, a species of κάλαμος, Thphr.HP4.11.1, Plin.HN16.168.
II a kind of τιθύμαλλος ἄρρην, wood spurge, Euphorbia Sibthorpii, Dsc.4.164, Plin.HN26.62 (χαράκης is f. l. in Hsch.).
III a fish, Gp.20.7.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαρακίας — χαρακίᾱς , χαρακίας of masc acc pl χαρακίᾱς , χαρακίας of masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίας — ὁ, ΜΑ μσν. είδος ψαριού αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης 2. το φυτό τιθύμαλλος*, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίαι — χαρακίας of masc nom/voc pl χαρακίᾱͅ , χαρακίας of masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίαν — χαρακίᾱν , χαρακίας of masc acc sg (attic epic doric aeolic) χαρακίας of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

  • χαρακίτης — και χαρακείτης, ὁ, Α 1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους 2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει 3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίου — χαράκιον tessera neut gen sg χαρακίας of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”